παίζονται

παίζονται
παίζω
play like a child
pres ind mp 3rd pl
παΐζονται , παίζω
play like a child
pres ind mp 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σφαίριση — Πανάρχαιη προσφιλής ασχολία για ψυχαγωγικούς και αθλητικούς σκοπούς. Εδώ και χιλιάδες χρόνια οι Έλληνες, οι Ασσύριοι, οι Αιγύπτιοι, οι Μεξικάνοι, οι Ρωμαίοι και οι Κινέζοι έπαιζαν με σφαίρες (μπάλες), διαφορετικού σχήματος, μεγέθους και… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • νο — Ιαπωνικό λυρικό δράμα, οι ρίζες του οποίου ανάγονται στις τελετουργικές παραστάσεις του σιντοϊσμού και του βουδισμού ή όπως υποστηρίζουν άλλοι στο σαρουγκακού (= μουσική μαϊμούδων). Πρόκειται για ένα πλούσιο θέαμα με τραγούδια, χορούς, ακροβασίες …   Dictionary of Greek

  • άουτ — το όρος, δάνειο της Αγγλικής, που κυρίως χρησιμοποιείται σε αθλήματα που παίζονται με μπάλα, για να δηλώσει την έξοδο της από τις οριακές γραμμές του αγωνιστικού χώρου …   Dictionary of Greek

  • αείκρουστος — η, ο και ος, ο για μουσικά όργανα που οι χορδές τους κρούονται συνεχώς, όργανα που παίζονται συνεχώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < αεί + κρουστός < κρούω] …   Dictionary of Greek

  • δακτυλικός — και δαχτυλικός, ή, ό (AM δακτυλικός, ή, όν) [δάκτυλος] 1. αυτός που ανήκει στα δάχτυλα ή έχει σχέση μ αυτά (α. «δακτυλικά αποτυπώματα» β. «αὐλούς... δακτυλικούς» αυλούς που παίζονται με τα δάχτυλα) 2. (στο μέτρο) στίχος που αποτελείται από έξι… …   Dictionary of Greek

  • εξάρα — η 1. η πλευρά τού κύβου (ζαριού) που έχει έξι στίγματα 2. ένας από τους πεσσούς (πούλια) τού παιχνιδιού ντόμινο που έχει έξι στίγματα σε καθένα από τα δύο χωρίσματα του 3. στον πληθ. εξάρες στα παιχνίδια που παίζονται με κύβους, η περίπτωση που… …   Dictionary of Greek

  • επιθεώρηση — Τύπος θεατρικού έργου με τη συνύπαρξη μουσικής, χορού και πεζού λόγου, που χαρακτηρίζεται από γοργή διαδοχή εικόνων, οι οποίες ξεκινούν από μια κεντρική ιδέα που συνδέει τη μία με την άλλη και από ένα κείμενο με επίκαιρο χαρακτήρα, με… …   Dictionary of Greek

  • ζάρι — Μικρός κύβος, κοκάλινος ή από ελεφαντόδοντο ή πλαστικός, με στίγματα σε καθεμία από τις έξι όψεις του, που συμβολίζουν τους αριθμούς από το 1 έως το 6. Χρησιμοποιείται σε τυχερά παιχνίδια. Τα ζ. ήταν γνωστά από την αρχαιότητα, και οι Έλληνες τα… …   Dictionary of Greek

  • κοντσερτίνο — το 1. μουσική σύνθεση για ένα σολιστικό όργανο και ορχήστρα, συνήθως σε ένα μέρος ή σε περισσότερα σύντομα μέρη που παίζονται χωρίς διακοπή 2. μικρή ορχήστρα από τρία βιολιά και βιολοντσέλο, αλλ. κουαρτέτο εγχόρδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”